- παράγγελμα
- παράγγελμαmessage transmittedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράγγελμα — το, ΝΜΑ [παραγγέλλω] 2. πρόσταγμα, διαταγή (α. «στρατιωτικό παράγγελμα» β. «τῶν τριηράρχων ἐχόντων παράγγελμα μὴ χωρίζεσθαι», Δημοσθ.) 2. επιταγή, εντολή, παραίνεση, συμβουλή, («ηθικό παράγγελμα») νεοελλ. (νομ.) (στο βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο)… … Dictionary of Greek
παράγγελμα — το διαταγή, πρόσταγμα: Στις γυμναστικές επιδείξεις τα παραγγέλματα δίνονται από το μικρόφωνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραγγελμάτων — παράγγελμα message transmitted neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγέλμασι — παράγγελμα message transmitted neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγέλμασιν — παράγγελμα message transmitted neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγέλματα — παράγγελμα message transmitted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγέλματι — παράγγελμα message transmitted neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγγέλματος — παράγγελμα message transmitted neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευσμα — το (ΑΜ κέλευσμα, Α ποιητ. τ. κέλευμα, Μ και κέλεσμα) πρόσταγμα, παράγγελμα, διαταγή, προσταγή, εντολή νεοελλ. ναυτ. παράγγελμα για εκτέλεση ασκήσεως ή υπηρεσίας αρχ. 1. κλήση, παρακίνηση, πρόσκληση, προτροπή 3. (σε μάχη, για στράτευμα ή για… … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek